- ὁμοιόγραφος
- ὁμοιόγραφοςwritten alikemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοιόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁμοιόγραφος, ον) γραμμένος με τον ίδιο τρόπο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ομοιόγραφο το αντίγραφο που λαμβάνεται όταν παρεμβάλλεται καρμπόν ανάμεσα σε δύο φύλλα χαρτιού αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμοιόγραφος ο πλαστογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ομοιογράφος — ο (Α ὁμοιογράφος) νεοελλ. όργανο που χρησιμεύει για τη μηχανική αντιγραφή εικόνας ή σχεδίου, αλλ. παντογράφος αρχ. ζωγράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + γράφος*. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
ὁμοιογράφου — ὁμοιόγραφος written alike masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιογράφους — ὁμοιόγραφος written alike masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek
ομοιογραφώ — ὁμοιογραφῶ, έω (ΑΜ) [ομοιογράφος] ζωγραφίζω μσν. γράφω με όμοιο τρόπο … Dictionary of Greek